- ἐριστικῇ
- ἐριστικόςeager for strifefem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εριστική — (από το έρις = φιλονικία, λογομαχία). Με γενική έννοια, η τέχνη γύρω από τις συζητήσεις και ιδιαίτερα με τη σημασία της επιβολής των απόψεων ενός ατόμου με τη χρησιμοποίηση ειδικών επιχειρημάτων (σοφισμάτων), γι’ αυτό και είναι ταυτόσημη με τη… … Dictionary of Greek
ἐριστική — ἐριστικός eager for strife fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριστικῆι — ἐριστικῇ , ἐριστικός eager for strife fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εριστικός — ή, ό (AM ἐριστικός, ή, όν) [ερίζω] 1. αυτός που αγαπά τις έριδες, τις φιλονεικίες 2. αυτός που προκαλεί έριδες, διαφωνίες, συζητήσεις, λογομαχίες («τὰς παιδιὰς ἡδείας εἶναι τὰς ἐριστικὰς», Αριστοτ.) αρχ. 1. αυτός που αγαπά τις μάχες, ο φιλόμαχος … Dictionary of Greek
διαμφισβήτηση — η (AM διαμφισβήτησις, εως) [διαμφισβητώ] 1. διαφιλονίκηση, άρνηση με αμφισβήτηση 2. εριστική συζήτηση, φραστικός διαπληκτισμός … Dictionary of Greek
εμφιλόνεικος — ἐμφιλόνεικος, ον (AM) αυτός που περιέχει φιλονεικία, που διεξάγεται με φιλονεικία, ο εριστικός. επίρρ... ἐμφιλονείκως με φιλονεικία, με εριστική διάθεση, εριστικά … Dictionary of Greek
ζωνάρι — και ζουνάρι, το (AM ζωνάριον, Μ και ζωνάριν) 1. ζώνη, πλατιά λωρίδα συνήθως από ύφασμα, με την οποία περιζώνεται η μέση και έτσι συγκρατείται το κάτω από τη μέση ρούχο, απαραίτητο άλλοτε εξάρτημα τόσο τής ανδρικής όσο και γυναικείας ενδυμασίας… … Dictionary of Greek
μέγαιρα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν μία από τις Ερινύες, ενώ αναφέρεται συχνά μαζί με την Αληκτώ και την Τισιφώνη. II (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 9 Ιανουαρίου 1901. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 12,2 και σε… … Dictionary of Greek
μαχιμάριος — μαχιμάριος, ον (Μ) [μάχιμος] αυτός που έχει μαχητική ή εριστική διάθεση … Dictionary of Greek
ξεσυνερίζομαι — 1. βρίσκομαι σε άμιλλα με κάποιον, συναγωνίζομαι κάποιον 2. δυσφορώ, ερεθίζομαι, συγχύζομαι με τα λεγόμενα ή με τις πράξεις κάποιου, τόν παίρνω στα σοβαρά, τόν λαμβάνω υπ όψιν («μην τόν ξεσυνερίζεσαι, δεν ξέρει τί λέει») 3. τρέφω κακία για… … Dictionary of Greek